- ταραχῶδες
- ταραχώδηςgiven to troublingmasc/fem voc sgταραχώδηςgiven to troublingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Liste griechischer Phrasen/Tau — Tau Inhaltsverzeichnis 1 τὰ ἑπτὰ θεάματα τῆς οἰκουμένης … Deutsch Wikipedia
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
АТАРАКСИЯ — АТАРАКСИЯ (греч. ἀταραξία [ἀ priv. + ταραχή], волнение, смятение, тревога), термин античной этики: «невозмутимость», «безмятежность». Наиболее общий смысл заключается в идеале невосприимчивости души к аффектам, переносе внимания с внешних… … Античная философия
καλχαίνω — (Α) 1. κάνω κάτι πορφυρό, δίνω σε κάτι πορφυρό χρώμα 2. μτφ. κάνω κάτι σκοτεινό και ταραχώδες σαν την τρικυμιώδη θάλασσα 3. ταράσσω τον νου μου, ανησυχώ, σκέπτομαι ή εξετάζω κάτι κατά βάθος («Δηλοῑς γάρ τι καλχαίνουσ ἔπος», Σοφ.) 4. μτφ. επιθυμώ… … Dictionary of Greek
όμαδος — ὅμαδος, ὁ (Α) 1. θόρυβος, βοή που προκαλείται από μεγάλο πλήθος ανθρώπων οι οποίοι έχουν συγκεντρωθεί σε έναν χώρο και μιλούν όλοι μαζί, σε αντιδιαστολή με τον ήχο που παράγεται από το βάδισμα ατόμων, οχλαγωγία 2. εύθυμο άσμα που ψάλλεται από… … Dictionary of Greek
Κίρχνερ, Ερνστ Λούντβιχ — (Ludwig Ernst Kirchner, Άαφενμπαχ, Βαυαρία 1880 – Νταβός, Ελβετία 1938). Γερμανός ζωγράφος και χαράκτης. Σπούδασε στη Δρέσδη (1901 4), στην εθνογραφική σχολή του Τσβίνγκερ, την τέχνη των νησιών του Ειρηνικού και μελέτησε με πάθος τη γερμανική… … Dictionary of Greek